Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η απελπιστική κατάσταση

  • 1 положение

    ουδ.
    1. θέση•

    географическое положение η γεωγραφική θέση•

    положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.

    || διάταξη•

    положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.

    || στάση•

    заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•

    положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.

    || κατάταξη•

    его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.

    || πόζα.
    2. κατάσταση• περίσταση•

    положение дел η κατάσταση πραγμάτων•

    находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•

    перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•

    безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•

    сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•

    се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•

    международное положение η διεθνής κατάσταση•

    осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•

    чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•

    безвыходное, положение το αδιέξοδο.

    3. κανονισμός• κώδικας•

    положение о выборах ο κώδικας εκλογών.

    4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•

    -я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.

    εκφρ.
    хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•
    в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα).

    Большой русско-греческий словарь > положение

  • 2 безнадёжный

    безнадёжный απελπιστι κός \безнадёжныйое положение η απελπιστική κατάσταση
    * * *

    безнадёжное положе́ние — η απελπιστική κατάσταση

    Русско-греческий словарь > безнадёжный

  • 3 безнадежность

    безнадежн||ость
    ж ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπελπιστική κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > безнадежность

  • 4 безнадежный

    безнадежн||ый
    прил ἀπελπιστικός, ἀνέλπιδος, ἄπελπις:
    \безнадежныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση; \безнадежныйый больной ἀγιάτρευτα ἀρρωστος, πού ἔχει ἀνιατη ἀρρώστια.

    Русско-новогреческий словарь > безнадежный

  • 5 отчаянный

    отчаянн||ый
    прил
    1. ἀπεγνωσμένος, γεμάτος ἀπόγνωση·
    2. (безвыходный) разг ἀπελπιστικός:
    \отчаянныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση·
    3. (безрассудно смелый) παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος:
    \отчаянныйый человек ὁ ριψοκίνδυνος ἀνθρωπος·
    4. (со страстью отдающийся чему-л.) δεινός, μανιώδης:
    \отчаянныйый картежник ὁ δεινός χαρτοπαίκτης·
    5. (чрезвычайный, сильный) разг φρικτός, φοβερός:
    \отчаянныйая боль ὁ φρικτός πόνος· ◊ оказывать \отчаянныйое сопротивление προβάλλω ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση· \отчаянныйая погода ὁ παλιόκαιρος, ὁ ἄθλιος καιρός.

    Русско-новогреческий словарь > отчаянный

  • 6 мат

    α.
    ματ, ήττα του αντιπάλου στο σκάκι. || μτφ. αδιέξοδο, απελπιστική κατάσταση.
    α.
    ψάθα• χοντροπλεγμένο στρώμα. || στρώμα γυμναστικό.
    α.
    παλ. αλαμπία, αμαυρότητα, θαμπάδα, μουντάδα. || τραχύτητα, αδρότητα, αδράδα.
    α.
    кричать (орать, вопить) благим -ом κραυγάζω, ορύομαι, φωνάζω στη διαπασών.
    α.
    βρισιά (προς μητέρα κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > мат

  • 7 небезнадёжный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно; εν μέρει ελπιδοφόρος (όχι χωρίς καμιά ελπίδα)•

    -ое положение όχι και απελπιστική κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > небезнадёжный

  • 8 отчаянность

    θ.
    1. απελπισία• απόγνωση•

    положения απελπιστική κατάσταση.

    2. παρατολμία, αποκοτιά, παλαβομάρα• απερισκεψία• ριψοκινδύνευση.
    3. βλ. отчаяние.

    Большой русско-греческий словарь > отчаянность

  • 9 отчаянный

    επ. βρ: -аян, -аянна, -аянно.
    1. απελπισμένος• απεγνωσμένος•

    -ая мать απελπισμένη μάνα•

    смотреть -ми глазами κοιτάζω με απελπισμένα μάτια.

    2. απελπιστικός•

    -ое положение απελπιστική κατάσταση.

    3. παράτολμος, απόκοτος, παλαβός, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος. || αδιόρθωτος, ασυμμόρφωτος.
    4. μανιώδης δεινός.
    5. δυνατός, ισχυρός,γερός.

    Большой русско-греческий словарь > отчаянный

См. также в других словарях:

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • περικάκησις — ήσεως, ἡ, Α [περικακώ] πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Λυσιστράτη — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 411 π.Χ. Ο Αριστοφάνης επιθυμούσε πια να τελειώσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος και με το έργο αυτό έκανε έκκληση για ειρήνη. Η υπόθεση ξεκινά την εποχή που η Σικελική εκστρατεία έχει αποτύχει οικτρά και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»